- δικαιοφύλακας
- και δικαιοφύλαξ, ο (Μ δικαιοφύλαξ)1. ο φύλακας τού δικαίου, δικαστής2. αξιωματούχος τής εκκλησίας, φύλακας τών εγγράφων τής μητρόπολης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης … Википедия
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek